- βασταγερός
- η , ό1) прочный, крепкий; 2) выносливый, стойкий, терпеливый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασταγερός — ή, ό [βασταγή] 1. όποιος δεν φθείρεται εύκολα, στερεός («βασταγερή σανίδα», «...κλωστή» κ.λπ.) 2. αυτός που έχει σωματική δύναμη και αντοχή 3. καρτερικός, υπομονητικός 4. (για τρόφιμα και ποτά) εκείνος που διατηρείται πολύ καιρό … Dictionary of Greek